παρεμβαίνω

παρεμβαίνω
παρεμβαίνω, (παρέμβηκα) βλ. πίν. 145

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεμβαίνω — ΝΑ [εμβαίνω] νεοελλ. 1. μπαίνω πλαγίως, εισέρχομαι μεταξύ δύο ή περισσότερων πραγμάτων, παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι 2. (σχετικά με πρόσ.) μπαίνω στην μέση, επεμβαίνω, μεσολαβώ μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων για συμβιβασμό, λύση διαφοράς ή… …   Dictionary of Greek

  • παρεμβαίνω — παρέμβηκα, μπαίνω ανάμεσα, μεσολαβώ, πετιέμαι κατά τη συζήτηση να μιλήσω: Τη στιγμή που ο δικηγόρος ρωτούσε το μάρτυρα παρέμβηκε ο δικαστής κι είπε στο μάρτυρα να μην απαντήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσολαβώ — (ΑM μεσολαβῶ, έω) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα») 2. κάνω ενέργειες σε κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • παρεμπίπτω — ΝΑ [εμπίπτω] πέφτω κοντά ή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα, εισδύω νεοελλ. 1. παρεμβάλλομαι, παρεντίθεμαι, μεσολαβώ, επεμβαίνω 2. παρεμβαίνω αρχ. 1. εισχωρώ, εισέρχομαι κρυφά ή με δυσκολία («παρεμπεσόντων δ εἰς τὴν πολιτείαν ἡμῶν», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

  • πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • εμβαίνω — (AM ἐμβαίνω) μπαίνω, προχωρώ μέσα, εισέρχομαι αρχ. 1. εμποδίζω, παρεμβαίνω 2. προχωρώ γρήγορα 3. επιβιβάζομαι σε πλοίο 4. ανεβαίνω πάνω σε κάτι 5. πατώ πάνω σε κάτι 6. επηρεάζω δυσμενώς («δαίμων ἐνέβη Περσῶν γενεᾷ», Αισχ.) 7. πατώ ακροποδητί 8.… …   Dictionary of Greek

  • εξιλάσκομαι — ἐξιλάσκομαι (AM) [ιλάσκομαι] εξευμενίζω («ἐξιλάσασθαι τὴν ὀργὴν αὐτῶν», Πολ.) μσν. παρεμβαίνω για να παρασχεθεί εξιλασμός αρχ. 1. εξαγοράζω κάποιο σφάλμα («ἐξιλάσκων ἁμαρτίας») 2. κάνω εξιλαστήριες προσφορές («ἵνα ἐξιλάσωμαι περὶ τῆς ἁμαρτίας… …   Dictionary of Greek

  • επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ιντερφερόνη — η (βιοχ.) πρωτεϊνική ουσία η οποία συντίθεται πολύ γρήγορα από έναν ιό στο εσωτερικό ενός προσβεβλημένου κυττάρου και η οποία χάρη στη διάχυσή της εμποδίζει την είσοδο και τον πολλαπλασιασμό τού ίδιου ιού και ιών άλλων ειδών μέσα σε άλλα κύτταρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”